μελανότης

μελανότης
(-ητος) η чернота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μελανότης" в других словарях:

  • μελανότης — blackness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανότητα — μελανότης blackness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανότητας — μελανότης blackness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανότητι — μελανότης blackness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανότητος — μελανότης blackness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανότητα — η (ΑM μελανότης, ητος) [μέλας] μελανάδα, μαυρίλα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («ψόφος ἀψοφία, λευκότης μελανότης», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ԹԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0814 Chronological Sequence: 8c, 10c գ. μελανία, μελανότης nigredo, nigror, atritudo Թուխ գոլն. սեւութիւն. ... *Թխութիւն եթովպացւոյ, կամ հնդկի, կամ այծից. Խոր. ՟Բ. 85: Յհ. կթ.: Խոսր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»